- πετόσφαιρα
- η1. σφαίρα λαστιχένια, μπάλα για το παιχνίδι της πετοσφαίρισης.2. το παιχνίδι της πετοσφαίρισης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πετόσφαιρα — Ελληνική απόδοση του αγγλικού όρου βόλεϊ μπολ. * * * η, Ν η μπάλα τού βόλεϋ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πετώ + σφαίρα] … Dictionary of Greek
πετοσφαίριση — η, Ν το βόλεϋ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πετόσφαιρα μέσω ενός *πετοσφαιρίζω] … Dictionary of Greek
χειροσφαίριση — η ομαδικό παιχνίδι κατά το οποίο η μπάλα χτυπιέται με τα χέρια και όχι με τα πόδια, πετόσφαιρα, βόλεϊ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)